ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ.
Σήμερα: ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Φιλοξενούμενη Καλλιόπη Πολενάκη.
Χίλια μπισκότα παρήγγειλε ο Ρήγας για τη θυγατέρα του , που ήταν χλωμή , πολύ χλωμή σαν το μεγάλο φεγγάρι του Αυγούστου , όχι το πρώτο μα το δεύτερο που είναι το χειρότερο .
Εκείνο που σέρνει πίσω του πρόσωπα χλωμά , ακίνητα και πικραμένα και αν τα βλέπεις δεν είσαι από τους τυχερούς μα από τους κακότυχους και αυτό σου χαρίζει εκείνο το δεύτερο φεγγάρι του Αυγούστου , το μεγαλύτερο και το μοχθηρό , που πονεί και καταριέται .
Αν βλέπεις τα αόρατα ποια είναι η τύχη σου μόνο εσύ το ξέρεις .
Τα μαγουλάκια της χλωμά πολύ και η όρεξή της κλείστηκε από καιρό τώρα .
Ο Ρήγας ρωτούσε τη Ρήγισσα και εκείνη την Νόνα της θυγατέρας .
Χίλιες καινούργιες φορεσιές εράφτηκαν , με ατλάζι καταγάλανο , με βελούδο βαθυκόκκινο , με κρινολίνα και οργάντζες διάφανες σαν πεταλουδόφτερα , με μεταξωτά από την Κίνα ειδική παραγγελιά , με τα άνθη της κερασιάς να είναι κόκκινα σαν της κόρης τα χείλη .
Και χάντρες να κεντήσουν οι ράφτρες της , χάντρες πολύτιμες που μόνο χέρια άξια μπορούσαν όχι μόνο να κεντήσουν μα ακόμα και να κρατήσουν απαλά τόσο όσο να μην κακοπέσουν και κακοβλαφτούν.
Και όλα τελείωσαν και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι και θαμπώθηκαν , ο Ρήγας , η Ρήγισσα και η Νόνα .
Τα αράδιασσαν στο βασιλικό κρεβάτι να της κάμουν την έκπληξη και περίμεναν με ανυπομονησία και περιέργεια μεγάλη αν το χαμόγελο και η χαρά του παιδιού θα ήταν μεγάλο ή μεγαλύτερο .
Και πάλι η Ρηγοπούλα ούτε βλέμμα δεν καταδέχτηκε να τους ρίξει , ούτε βλέμμα .
Όλα τα προσπέρασε και όπως μπήκε στην κάμαρα έτσι και βγήκε .
Αγέλαστη πάλι , αγέλαστη ακόμη .
Ο Ρήγας ρώτησε την Ρήγισσα και εκείνη την Νόνα .
Τα ακριβότερα διαμάντια , λευκά και διάφανα όσο που μπορούσες να δεις από την άλλη τους πλευρά τον υπόλοιπο κόσμο που αν είχε την δική τους συμφορά ποιος μπορούσε να το πει και ποιον τον ένοιαζε.
Μαργαριτάρια από τους βαθύτερους βυθούς που αν ο Βουτηχτής απόμεινε με τα πόδια του ανήμπορα ποιον τον ένοιαζε .
Σμαράγδια καταπράσινα σαν τον αγρό και ρουμπίνια κόκκινα σαν το αίμα , σαν όλο το αίμα να είχε φύγει από της θυγατέρας την όψη και κρύφτηκε στην δική τους . Αυτό τους ένοιαζε .
Ζαφείρια σκούρα μπλε από την Περσία και πετράδια της θάλασσας γαλανά , που λένε πως φέρνουν τύχη και ευτυχία .
Και οι καλύτεροι καλφάδες στο Βασίλειο μαζεύτηκαν σαν μέλισσες στο παλάτι και στρώθηκαν στην δουλειά με τα λεπτά τους κοπίδια και λίμες για την λεπτοδουλειά τους και με φόβο για την σπάθα του Ρήγα γιατί ποιος μπορεί να καταλάβει το κοπίδι τους πόσο είναι κοφτερό και πόσο εύκολα μπορεί να φύγει και να σπάσει στα δυο και στα χίλια δυο την ακριβή διαμαντόπετρα ?
Έβαλαν πάνω σε βελούδο πορφυρό όλα τα μπριλλάντια , τα σμαράγδια , τα ζαφείρια και τα μαργαριτάρια πλεγμένα στα πιο όμορφα περιδέραια και δαχτυλίδια που δέθηκαν ποτέ για κόρης τον λαιμό .
Και πάλι εκείνη τα κοίταξε αδιάφορη και από την κάμαρη βγήκε και άφησε μιαν απορία για το τι θα απογίνουν όλα τούτα .
Ο Ρήγας ρώτησε την Ρήγισσα και εκείνη την Νόνα .
Ανθόκηποι φτιάχτηκαν από αρχής , με ρόδα σε όλα τα χρώματα του Παράδεισος , βιολέττες , νάρκισσοι , γαρύφαλλα , βασιλικοί και υάκινθοι με μυρωδιά βαριά και περίμεναν να λυγίσει από την τόση ομορφιά σαν όλους τους άλλους .
Και κλουβιά με χίλιων λογιών παραδεισένια πουλιά που σου σάλευε ο νους αν αποκοιμιόσουν με το τραγούδι τους .
Μπήκε μέσα στον ανθόκηπο και το μόνο που έκανε ήταν να παίξει λίγο με την κορφή του βασιλικού για να ακούσει την οσμή του .
Μα δεν γέλασε και πάλι .
Ο Ρήγας ρώτησε την Ρήγισσα και εκείνη την Νόνα .
Πολύχρωμοι φασιανοί μαδήθηκαν και στάθηκαν στον ήλιο να μαλακώσουν , όρνιθες διαλέχτηκαν οι πιο παχιές , ελάφια δεν κατάφεραν να αγγίξουν με τα αθώα τους μάτια κανέναν κυνηγό και να τα λυπηθεί και όλα στοιβάχτηκαν βουνό στους μάγειρες και στους πάγκους τους .
Γεμίστηκαν με δαμάσκηνα , με σταφίδες και κουκουνάρια που λένε πως ανοίγουν την όρεξη , στολίστηκαν με μέλι και ρόδια που λένε πως κοκκινίζουν τα μάγουλα και πληθαίνουν την δύναμη .
Δυο δαγκωματιές ψωμί και βγήκε από το βασιλικό τραπέζι που μόνο για εκείνη καλοστολίστηκε .
Και τότε για πρώτη και μόνη φορά ο Ρήγας ρώτησε την θυγατέρα τι ήθελε .
—–Χίλια μπισκότα με κανέλλα και ζάχαρη κολλημένη από πάνω τους να λάμπει σαν διαμάντια .
Χίλια , ούτε ένα περισσότερο ούτε ένα να μην λείψει .
Ούτε ο φούρναρης μην δοκιμάσει .
Και βάλθηκε ο φούρναρης με την φουρνάρισσα και τους τρεις του βοηθούς από τα χαράματα μέχρι το βράδυ να ζυμώσουν , να πλάσουν , να ψήσουν και να κολλήσουν τη ζάχαρη σε χίλια μπισκότα .
Ούτε ένα περισσότερο , ούτε ένα λιγότερο .
Κανένα δεν δοκίμασαν ούτε ο φούρναρης , ούτε η φουρνάρισσα ούτε και οι τρεις μαθητάδες του .
Οι φρουροί του Ρήγα στέκονταν από πάνω τους σοβαροί και αγέλαστοι και μετρούσαν από δυο φορές να βγουν σωστά τα χίλια μπισκότα ,, ούτε ένα περισσότερο μα ούτε ένα να μην λείψει .
Η καμινάδα του φούρνου ζάλισε το βασίλειο όλο μα η λαχτάρα τους θα απόμενε εκεί .
Αντάλλαξε τα ακριβά της ρούχα με της κόρης τους φούρναρη και σε ένα μεγάλο πανέρι χώρεσε τα χίλια της μπισκότα και πήρε τον δρόμο για τους αγρούς .
Άκουγε φωνές από εκεί , φωνές παιδικές και γέλια .
Στάθηκε στη μέση και άφησε χάμω το πανέρι της .
Η μυρωδιά τα τράβηξε σαν το μέλι την μέλισσα και το κάθε ένα μπισκότο έγινε μικρό-μικρό αγκίστρι που τα έφερε κοντά της .
Δεν την είχαν δει ξανά , μπορεί και να μην ήταν από τα μέρη τους μα , όλα τα παιδιά του κόσμου ξέρουν πώς μπορεί σε μια στιγμή να δέσει μια φιλία τον καρπό της και έτσι έγινε .
Ήταν βέβαια χλωμή , πολύ χλωμή , σαν να μην είχε βγει ποτέ στον αγρό να παίξει .
Μαζί τους έπαιξε το κρυφτό , το γύρω-γύρω-όλοι μα στο κυνηγητό δεν άντεξε και στάθηκε χαμέ να πάρει την αναπνιά της .
Και εκεί στο πλάι τους και ανάμεσό τους έγειρε αποκαμωμένη μα ευτυχισμένη και γλυκά αποκοιμήθη με ένα ακριβό χαμόγελο στα χείλη της τα κόκκινα σαν αίμα .
Τα παιδιά την φίλησαν στο μέτωπο απαλά μην την ξυπνήσουν και μαζί της και εκείνα χάρηκαν γιατί την κατάλαβαν πως η Ρηγοπούλα ήταν που χρόνια εκατό και χίλια έστεκε δυστυχισμένη κούκλα ακίνητη ανάμεσα στον Ρήγα , την Ρήγισσα και την Νόνα της .
Καληνύχτα και να και το δικό σου μπισκοτάκι , το ένα από τα χίλια , το τελευταίο που έχει την ζάχαρη διπλή και την κανέλλα τρίδιπλη και για εσένα το φυλάξαμε εισιτήριο για το ταξίδι που θα κάνει ξανά τα μάγουλά σου ρόδινα και το χαμόγελό σου παντοτινό .
Καληνύχτα Ρηγοπούλα και πάντα το παιχνίδι μας θα το κρατούμε αγκαλιά και ένα τρίμμα από τα μπισκοτάκια όπου και αν ξυπνήσεις σου θα μας γλυκαίνει το όνειρο.
Καλή σου νύχτα και καλό σου ξημέρωμα.
Καλλιόπη Πολενάκη
2010
………………………………………………………………………………
Η στήλη μας ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ φιλοξενεί σήμερα και για πρώτη φορά ένα παραμύθι, παραμύθι ξεχωριστό και μάλιστα υψηλών προδιαγραφών.. Ομολογώ ότι σκέψεις και πεζά της Καλλιόπης Πολενάκη έχω διαβάσει αρκετά στον λογαριασμό της στο facebook αλλά παραμύθι της διάβασα για πρώτη φορά πριν λίγες μέρες κι είναι αυτό που δημοσιεύω σήμερα για να το απολαύσετε όλοι σας μικροί και μεγάλοι.
Χαμηλών τόνων η δημιουργός -την οποία στο facebook την συναντάμε ως Πόππυ Πολενάκη- , υψηλών όμως από την άλλη επιδόσεων στα γραπτά της φιλοξενείτε σήμερα εδώ σαν συγγραφέας παραμυθιών. Μελλοντικά θα δούμε δείγματα κι από την υπόλοιπη δουλειά της αλλά σήμερα δίνουμε τον πρώτο λόγο στην δημιουργία της το παραμύθι ‘ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΜΠΙΣΚΟΤΑ’ κι όχι στην υπόλοιπη δουλειά της..
Ευχαριστώ την Καλλιόπη Πολενάκη που μου επέτρεψε να δημοσιοποιήσω το παραμύθι της για τους μικρούς -και όχι μόνο-αναγνώστες της στήλης.
Επιμέλεια στήλης.
Τασσώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια.
Παρακαλώ διορθώστε το επώνυμό μου , «Πολενάκη » και όχι «Πονελάκη»
Ευχαριστώ πολύ